παράκουσμα

παράκουσμα
τὸ, ΝΑ [παρακούω]
λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα
αρχ.
1. ψεύτικη διήγηση
2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος
3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα
οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράκουσμα — thing heard amiss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκουσμα — το, ατος λαθεμένη ακουστική αντίληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακουσμάτων — παράκουσμα thing heard amiss neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσμασι — παράκουσμα thing heard amiss neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσμασιν — παράκουσμα thing heard amiss neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσματα — παράκουσμα thing heard amiss neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσματος — παράκουσμα thing heard amiss neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακουσμάτιον — τὸ, Α [παράκουσμα] υποκορ. τού παράκουσμα …   Dictionary of Greek

  • ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • παράκουση — ή, ΝΜΑ [παρακούω] η παρακουσία μσν. λαθεμένο άκουσμα, παράκουσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”